- ζάγριον
- ζάγριονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζάγριον — ζάγριον, τὸ (Α) 1. υποκορ. τού ζάγρα* 2. (κατά τα Ανέκδ. Βεκκ.) «ζάγριον τὰς βασάνους καὶ τὰς πληγὰς λέγει» … Dictionary of Greek